-
1 сбраживание
η ζύμωση (με μαγιά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбраживание
-
2 заквашивать
1. (молочные продукты) βάζω μαγιά 2. (тесто) ζυμώνω, κάνω το προζύμι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заквашивать
-
3 тесто
-а ουδ.1. το ζυμάρι•мешать тесто ζυμώνω•
сдобное тесто ζυμάρι με προσθήκη βουτύρου, ζάχαρης κλπ. тесто на дрожжах ζυμάρι με μαγιά•
слоенное тесто ζυμάρι σε φύλλα.
2. μάζα, πηχτή ουσία.εκφρ.из одного -а – του ίδιου φυράματος (χαρακτήρα, ποιόντος).
См. также в других словарях:
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek